-
1 лайнер
лайнер м το υπερωκεάνιο· воздушный \лайнер το μεγάλο επιβατικό αεροπλάνο* * *мτο υπερωκεάνιοвозду́шный ла́йнер — το μεγάλο επιβατικό αεροπλάνο
См. также в других словарях:
αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… … Dictionary of Greek